χωρογραφίαι

χωρογραφίαι
χωρογραφίᾱͅ , χωρογραφία
description of a country
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωρογραφία — η, ΝΑ [χωρογράφος] γενική περιγραφή μιας χώρας και ιδίως τής μορφολογίας τού εδάφους της αρχ. 1. αστρολ. η απόδοση τών διαφόρων χωρών στούς αστερισμούς ή τους πλανήτες που τίς προστατεύουν 2. ως κύριο όν. Χωρογραφία τίτλος έργων τού Βάρρωνος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”